Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φάλος
φαλύγματα
φάλυρα
φαλύσσεται
φαλωτός
φάμα
φαμάξαι
φαμιλία
φαμιλιαρικός
φαμιλιάριος
φαμιλιαρίς
φαμιστός
φαμμάστρια
φάν
φάναι
φαναῖος
φάναξ
φαναός
φανάπτης
φανάριον
φανάω
View word page
φαμιλιαρίς
φᾰμῐλ-ιαρίς
,
ίδος
,
ἡ
, = fem. of foreg., ib.
28.43
,
53
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φαμιλιαρίς
Headword (normalized):
φαμιλιαρίς
Headword (normalized/stripped):
φαμιλιαρις
IDX:
110217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110218
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾰμῐλ-ιαρίς</span>, <span class="itype greek">ίδος</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = fem. of foreg., ib.<span class="bibl"> 28.43 </span>,<span class="bibl"> 53 </span>.</div><br><br>'}