Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαλλόφορος
φαλός
φάλος
φαλύγματα
φάλυρα
φαλύσσεται
φαλωτός
φάμα
φαμάξαι
φαμιλία
φαμιλιαρικός
φαμιλιάριος
φαμιλιαρίς
φαμιστός
φαμμάστρια
φάν
φάναι
φαναῖος
φάναξ
φαναός
φανάπτης
View word page
φαμιλιαρικός
φᾰμῐλ-ιαρικός
,
ή
,
όν
, = sq.,
Edict.Diocl.
26.31
; also
φαμελ-
ib.
10
, al.;
φαμηλ-
MAMA
3.100
(Diocaesarea).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φαμιλιαρικός
Headword (normalized):
φαμιλιαρικός
Headword (normalized/stripped):
φαμιλιαρικος
IDX:
110215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110216
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾰμῐλ-ιαρικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Edict.Diocl.</span> 26.31 </span>; also <span class="orth greek">φαμελ-</span> ib.<span class="bibl"> 10 </span>, al.; <span class="orth greek">φαμηλ-</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">MAMA</span> 3.100 </span> (Diocaesarea).</div><br><br>'}