Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαλλός
φαλλοφορέω
φαλλόφορος
φαλός
φάλος
φαλύγματα
φάλυρα
φαλύσσεται
φαλωτός
φάμα
φαμάξαι
φαμιλία
φαμιλιαρικός
φαμιλιάριος
φαμιλιαρίς
φαμιστός
φαμμάστρια
φάν
φάναι
φαναῖος
φάναξ
View word page
φαμάξαι
φαμάξαι· φάσεις, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαμάξαι
Headword (normalized):
φαμάξαι
Headword (normalized/stripped):
φαμαξαι
IDX:
110213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110214
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαμάξαι·</span> <span class="foreign greek">φάσεις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}