Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαλλοβάτης
φαλλός
φαλλοφορέω
φαλλόφορος
φαλός
φάλος
φαλύγματα
φάλυρα
φαλύσσεται
φαλωτός
φάμα
φαμάξαι
φαμιλία
φαμιλιαρικός
φαμιλιάριος
φαμιλιαρίς
φαμιστός
φαμμάστρια
φάν
φάναι
φαναῖος
View word page
φάμα
φάμα, , Dor. for φήμη.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φάμα
Headword (normalized):
φάμα
Headword (normalized/stripped):
φαμα
IDX:
110212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110213
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φάμα</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, Dor. for <span class="foreign greek">φήμη.</span> </div><br><br>'}