Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαλληφόρια
φαλλικός
φαλλοβάτης
φαλλός
φαλλοφορέω
φαλλόφορος
φαλός
φάλος
φαλύγματα
φάλυρα
φαλύσσεται
φαλωτός
φάμα
φαμάξαι
φαμιλία
φαμιλιαρικός
φαμιλιάριος
φαμιλιαρίς
φαμιστός
φαμμάστρια
φάν
View word page
φαλύσσεται
φαλύσσεται·
καταρρήσσει, περιέρχεται,
Hsch.
φαλωθείς
(i.e. Dor. for
φηλ-,
unless
φᾰλ-
)
· παρατραπείς,
Id.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φαλύσσεται
Headword (normalized):
φαλύσσεται
Headword (normalized/stripped):
φαλυσσεται
IDX:
110210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110211
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαλύσσεται·</span> <span class="foreign greek">καταρρήσσει, περιέρχεται,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">φαλωθείς</span> (i.e. Dor. for <span class="foreign greek">φηλ-,</span> unless <span class="foreign greek">φᾰλ-</span>)<span class="foreign greek">· παρατραπείς,</span> Id.</div><br><br>'}