Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαλληφορέω
φαλληφόρια
φαλλικός
φαλλοβάτης
φαλλός
φαλλοφορέω
φαλλόφορος
φαλός
φάλος
φαλύγματα
φάλυρα
φαλύσσεται
φαλωτός
φάμα
φαμάξαι
φαμιλία
φαμιλιαρικός
φαμιλιάριος
φαμιλιαρίς
φαμιστός
φαμμάστρια
View word page
φάλυρα
φάλυρα [φᾰ], τά,
A). = λάφυρα (q.v.), SIG 56.9 (Argos, v B. C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φάλυρα
Headword (normalized):
φάλυρα
Headword (normalized/stripped):
φαλυρα
IDX:
110209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110210
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φάλυρα</span> <span class="pron greek">[φᾰ]</span>, <span class="gen greek">τά</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λάφυρα</span> (q.v.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 56.9 </span> (Argos, v B. C.).</div> </div><br><br>'}