Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαλλήν
φαλληφορέω
φαλληφόρια
φαλλικός
φαλλοβάτης
φαλλός
φαλλοφορέω
φαλλόφορος
φαλός
φάλος
φαλύγματα
φάλυρα
φαλύσσεται
φαλωτός
φάμα
φαμάξαι
φαμιλία
φαμιλιαρικός
φαμιλιάριος
φαμιλιαρίς
φαμιστός
View word page
φαλύγματα
φαλύγματα· ὑγράσματα, Hsch. φαλύνει· λαμπρύνει, Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαλύγματα
Headword (normalized):
φαλύγματα
Headword (normalized/stripped):
φαλυγματα
IDX:
110208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110209
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαλύγματα·</span> <span class="foreign greek">ὑγράσματα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">φαλύνει·</span> <span class="foreign greek">λαμπρύνει,</span> Id.</div><br><br>'}