Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαλιός
φαλίπτει
φάλκης
φαλκίδιον
φαλλαγωγεῖον
φαλλαγώγια1
φαλλαγωγία2
φάλλαινα
φάλλη
φαλλήν
φαλληφορέω
φαλληφόρια
φαλλικός
φαλλοβάτης
φαλλός
φαλλοφορέω
φαλλόφορος
φαλός
φάλος
φαλύγματα
φάλυρα
View word page
φαλληφορέω
φαλληφορ-έω,
A). carry a phallus in procession, Plu. 2.365c .


ShortDef

carry a phallus in procession

Debugging

Headword:
φαλληφορέω
Headword (normalized):
φαλληφορέω
Headword (normalized/stripped):
φαλληφορεω
IDX:
110199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110200
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαλληφορ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carry a phallus in procession,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.365c </span>.</div> </div><br><br>'}