φαλλήν
φαλλήν, ῆνος, ὁ,(φαλλός) a name of Dionysus, ( 10.19.3 κεφαλῆνα codd., corr. Lobeck); cf. Φαλῆς:—Adj. φαλληνός, όν , φαλληνὸν τιμῶσι Διωνύσοιο κάρηνον Orac. ap. PE 5.36 (s. v. l., φαληνοτιμῶσι cod.A, Φαλλῆνος τιμῶσι Lobeck).