Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φάληρος
φαλῆς
φαλίζει
φαλιόπους
φαλιός
φαλίπτει
φάλκης
φαλκίδιον
φαλλαγωγεῖον
φαλλαγώγια1
φαλλαγωγία2
φάλλαινα
φάλλη
φαλλήν
φαλληφορέω
φαλληφόρια
φαλλικός
φαλλοβάτης
φαλλός
φαλλοφορέω
φαλλόφορος
View word page
φαλλαγωγία2
φαλλ-ᾰγωγία
,
ἡ
,
A).
carrying of the phallus,
IG
22.673b7
.
ShortDef
carrying of the phallus
Debugging
Headword:
φαλλαγωγία2
Headword (normalized):
φαλλαγωγία
Headword (normalized/stripped):
φαλλαγωγια2
IDX:
110195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110196
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαλλ-ᾰγωγία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">carrying of the phallus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 22.673b7 </span>.</div> </div><br><br>'}