Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαλαρῖτις
φάλαρον
φάλαρος
φαλεροῦχος
φαληριάω
φαλήριον
φαληρίς
φάληρον
φάληρος
φαλῆς
φαλίζει
φαλιόπους
φαλιός
φαλίπτει
φάλκης
φαλκίδιον
φαλλαγωγεῖον
φαλλαγώγια1
φαλλαγωγία2
φάλλαινα
φάλλη
View word page
φαλίζει
φαλίζει·
θέλει,
Hsch.
φαλικρόν·
ἄκρατον,
Id.(cf.
χαλ-
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φαλίζει
Headword (normalized):
φαλίζει
Headword (normalized/stripped):
φαλιζει
IDX:
110187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110188
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαλίζει·</span> <span class="foreign greek">θέλει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">φαλικρόν·</span> <span class="foreign greek">ἄκρατον,</span> Id.(cf. <span class="foreign greek">χαλ-</span>).</div><br><br>'}