Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαλαρίς
φαλαρισμός
φαλαρῖτις
φάλαρον
φάλαρος
φαλεροῦχος
φαληριάω
φαλήριον
φαληρίς
φάληρον
φάληρος
φαλῆς
φαλίζει
φαλιόπους
φαλιός
φαλίπτει
φάλκης
φαλκίδιον
φαλλαγωγεῖον
φαλλαγώγια1
φαλλαγωγία2
View word page
φάληρος
φάληρος,
A). v. φάλᾱρος.


ShortDef

founder of Phaleron

Debugging

Headword:
φάληρος
Headword (normalized):
φάληρος
Headword (normalized/stripped):
φαληρος
IDX:
110185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110186
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φάληρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φάλᾱρος.</span> </div> </div><br><br>'}