Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαλαντίας
φαλάντωμα
φαλαρίς
φαλαρισμός
φαλαρῖτις
φάλαρον
φάλαρος
φαλεροῦχος
φαληριάω
φαλήριον
φαληρίς
φάληρον
φάληρος
φαλῆς
φαλίζει
φαλιόπους
φαλιός
φαλίπτει
φάλκης
φαλκίδιον
φαλλαγωγεῖον
View word page
φαληρίς
φᾰληρίς,
A). v. φαλᾱρίς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαληρίς
Headword (normalized):
φαληρίς
Headword (normalized/stripped):
φαληρις
IDX:
110183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110184
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾰληρίς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φαλᾱρίς.</span> </div> </div><br><br>'}