Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαλαίκειον
φάλαινα
φαλάκρα
φαλακριάω
φαλακροειδής
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φαλάκρωμα
φαλάκρωσις
φαλακτόνοιο
φαλάμεσσιν
φαλάνθειος
φαλάνθη
φάλανθος
φαλαντίας
φαλάντωμα
φαλαρίς
φαλαρισμός
φαλαρῖτις
φάλαρον
View word page
φαλακτόνοιο
φαλακτόνοιο· εἶδος ἱέρακος, Hsch.; cf. φαβοκτόνος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαλακτόνοιο
Headword (normalized):
φαλακτόνοιο
Headword (normalized/stripped):
φαλακτονοιο
IDX:
110168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110169
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαλακτόνοιο·</span> <span class="foreign greek">εἶδος ἱέρακος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">φαβοκτόνος.</span> </div><br><br>'}