Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαλαγγοστορύναι
φαλαγγόω
φαλάγγωμα
φαλάγγωσις
φαλαγκτήριον
φάλαγξ
φάλαι
φαλαίκειον
φάλαινα
φαλάκρα
φαλακριάω
φαλακροειδής
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φαλάκρωμα
φαλάκρωσις
φαλακτόνοιο
φαλάμεσσιν
φαλάνθειος
φαλάνθη
View word page
φαλακριάω
φᾰλακρ-ιάω,
A). to be baldheaded, Suid. s.v. ἀωρόλειος.


ShortDef

to be baldheaded

Debugging

Headword:
φαλακριάω
Headword (normalized):
φαλακριάω
Headword (normalized/stripped):
φαλακριαω
IDX:
110161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110162
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾰλακρ-ιάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be baldheaded,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀωρόλειος.</span> </div> </div><br><br>'}