Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαλαγγίτης
φαλαγγιτικός
φαλαγγομαχέω
φαλαγγομάχης
φαλαγγοστορύναι
φαλαγγόω
φαλάγγωμα
φαλάγγωσις
φαλαγκτήριον
φάλαγξ
φάλαι
φαλαίκειον
φάλαινα
φαλάκρα
φαλακριάω
φαλακροειδής
φαλακρόομαι
φαλακρός
φαλακρότης
φαλάκρωμα
φαλάκρωσις
View word page
φάλαι
φάλαι·
ὅρα, σκόπει,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φάλαι
Headword (normalized):
φάλαι
Headword (normalized/stripped):
φαλαι
IDX:
110157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110158
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φάλαι·</span> <span class="foreign greek">ὅρα, σκόπει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}