Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φακώδης
φάκωσις
φακωτός
φάλα
φαλαγγάρχης
φαλαγγαρχία
φαλαγγηδόν
φαλαγγιάω
φαλαγγιόδηκτος
φαλάγγιον
φαλαγγιόπληκτος
φαλαγγίτης
φαλαγγιτικός
φαλαγγομαχέω
φαλαγγομάχης
φαλαγγοστορύναι
φαλαγγόω
φαλάγγωμα
φαλάγγωσις
φαλαγκτήριον
φάλαγξ
View word page
φαλαγγιόπληκτος
φᾰλαγγιόπληκτος, ον,
A). stung by a venomous spider, Gal. 13.66 .


ShortDef

stung by a venomous spider

Debugging

Headword:
φαλαγγιόπληκτος
Headword (normalized):
φαλαγγιόπληκτος
Headword (normalized/stripped):
φαλαγγιοπληκτος
IDX:
110146
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110147
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾰλαγγιόπληκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stung by a venomous spider,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.66 </span>.</div> </div><br><br>'}