Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φακᾶς
φακέα
φακεινοπώλιον
φάκελος
φακεψός
φακῆ
φάκηλος
φακηψός
φακιάλιον
φακινᾶς
φακινοπώλιον
φάκινος
φακιόλιον
φακίολος
φάκιον
φακοειδής
φακόμελι
φακοπτισάνη
φακοπώλιον
φακός
φάκοψις
View word page
φακινοπώλιον
φᾰκῐνοπώλιον,
A). v. φακεινοπώλιον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φακινοπώλιον
Headword (normalized):
φακινοπώλιον
Headword (normalized/stripped):
φακινοπωλιον
IDX:
110122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110123
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾰκῐνοπώλιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φακεινοπώλιον.</span> </div> </div><br><br>'}