Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαινίς
φαινόλη
φαινόλις
φαινομένως
φαινομηρίς
φαινόπους
φαινοπροσωπέω
φαινοῦκλον
φαῖνοψ
φαίνω
φαίνων
φαινῶπις
φαιός
φαιουρός
φαιοχίτων
φαιρίδδω
φακαρίς
φακᾶς
φακέα
φακεινοπώλιον
φάκελος
View word page
φαίνων
φαίνων, , v. foreg. A 11 . b.


ShortDef

shiner

Debugging

Headword:
φαίνων
Headword (normalized):
φαίνων
Headword (normalized/stripped):
φαινων
IDX:
110105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110106
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαίνων</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, v. foreg. A <span class="bibl"> 11 </span>. b.</div><br><br>'}