Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαιδρυντικός
φαιδρύντρια
φαιδρύνω
φαιδρωπός
φαιδυντής
φαίκανον
φαικάς
φαικάσιον
φαίκλα
φαικός
φαιλόνη
φαιλόνης
φαινίνδᾰ
φαινίς
φαινόλη
φαινόλις
φαινομένως
φαινομηρίς
φαινόπους
φαινοπροσωπέω
φαινοῦκλον
View word page
φαιλόνη
φαιλόνη
,
ἡ
, and
φελόνη
,
ἡ
, = sq.,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φαιλόνη
Headword (normalized):
φαιλόνη
Headword (normalized/stripped):
φαιλονη
IDX:
110092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110093
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαιλόνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, and <span class="orth greek">φελόνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}