Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρυντικός
φαιδρύντρια
φαιδρύνω
φαιδρωπός
φαιδυντής
φαίκανον
φαικάς
φαικάσιον
φαίκλα
φαικός
φαιλόνη
φαιλόνης
φαινίνδᾰ
φαινίς
φαινόλη
φαινόλις
View word page
φαίκανον
φαίκανον, τό,
A). = πήγανον , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαίκανον
Headword (normalized):
φαίκανον
Headword (normalized/stripped):
φαικανον
IDX:
110087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110088
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαίκανον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πήγανον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}