Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαεσφορέω
φαεσφορία
φαέσφορος
φάζαινα
φαζακηνίαις
φαζάλη
φάηκες
φαθί
φαίαξ
φαίδει
φαιδιμόεις
φαίδιμος
φαίδρα
φαιδροείμων
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρυντικός
φαιδρύντρια
View word page
φαιδιμόεις
φαιδῐμ-όεις, εσσα, εν, = sq., Il. 13.686 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαιδιμόεις
Headword (normalized):
φαιδιμόεις
Headword (normalized/stripped):
φαιδιμοεις
IDX:
110073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110074
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαιδῐμ-όεις</span>, <span class="itype greek">εσσα</span>, <span class="itype greek">εν</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc1:13:686" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg001.perseus-grc2:13.686/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Il.</span> 13.686 </a>.</div><br><br>'}