Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαεσίμβροτος
φαεσφορέω
φαεσφορία
φαέσφορος
φάζαινα
φαζακηνίαις
φαζάλη
φάηκες
φαθί
φαίαξ
φαίδει
φαιδιμόεις
φαίδιμος
φαίδρα
φαιδροείμων
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
φαιδρυντής
φαιδρυντικός
View word page
φαίδει
φαίδει· ὄψει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαίδει
Headword (normalized):
φαίδει
Headword (normalized/stripped):
φαιδει
IDX:
110072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110073
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαίδει·</span> <span class="foreign greek">ὄψει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}