Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαεννός
φαέσασθαι
φαεσίμβροτος
φαεσφορέω
φαεσφορία
φαέσφορος
φάζαινα
φαζακηνίαις
φαζάλη
φάηκες
φαθί
φαίαξ
φαίδει
φαιδιμόεις
φαίδιμος
φαίδρα
φαιδροείμων
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
φαιδρότης
View word page
φαθί
φαθί or φάθι,
A). v. φημί.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαθί
Headword (normalized):
φαθί
Headword (normalized/stripped):
φαθι
IDX:
110070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110071
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαθί</span> or <span class="orth greek">φάθι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φημί.</span> </div> </div><br><br>'}