Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαείνω
φαεννός
φαέσασθαι
φαεσίμβροτος
φαεσφορέω
φαεσφορία
φαέσφορος
φάζαινα
φαζακηνίαις
φαζάλη
φάηκες
φαθί
φαίαξ
φαίδει
φαιδιμόεις
φαίδιμος
φαίδρα
φαιδροείμων
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
φαιδρός
View word page
φάηκες
φάηκες· ὀφθαλμοί, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φάηκες
Headword (normalized):
φάηκες
Headword (normalized/stripped):
φαηκες
IDX:
110069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110070
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φάηκες·</span> <span class="foreign greek">ὀφθαλμοί,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}