Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαεινός
φαείνω
φαεννός
φαέσασθαι
φαεσίμβροτος
φαεσφορέω
φαεσφορία
φαέσφορος
φάζαινα
φαζακηνίαις
φαζάλη
φάηκες
φαθί
φαίαξ
φαίδει
φαιδιμόεις
φαίδιμος
φαίδρα
φαιδροείμων
φαιδρόνους
φαιδρόομαι
View word page
φαζάλη
φαζάλη, , a
A). disease contracted in the Red Sea, Id.


ShortDef

disease

Debugging

Headword:
φαζάλη
Headword (normalized):
φαζάλη
Headword (normalized/stripped):
φαζαλη
IDX:
110068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110069
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαζάλη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">disease</span> contracted in the Red Sea, Id.</div> </div><br><br>'}