Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαέθω
φαεινός
φαείνω
φαεννός
φαέσασθαι
φαεσίμβροτος
φαεσφορέω
φαεσφορία
φαέσφορος
φάζαινα
φαζακηνίαις
φαζάλη
φάηκες
φαθί
φαίαξ
φαίδει
φαιδιμόεις
φαίδιμος
φαίδρα
φαιδροείμων
φαιδρόνους
View word page
φαζακηνίαις
φαζακηνίαις· δειλαῖς, Hsch. (leg. φυζακιναῖς).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαζακηνίαις
Headword (normalized):
φαζακηνίαις
Headword (normalized/stripped):
φαζακηνιαις
IDX:
110067
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110068
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαζακηνίαις·</span> <span class="foreign greek">δειλαῖς,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">φυζακιναῖς</span>).</div><br><br>'}