φαεσίμβροτος
φᾰεσίμβροτος, ον,
A). bringing light to mortals, shining on them, ἠώς , 24.785 ; 12.128 Ἠέλιος , 10.138 191 , Th. 958 ; Ἀπόλλων IG 14.2524 (Autun); Ἠριγένεια ib. 3.1326 ; ὄργια .. φαεσίμβροτα Δηοῦς ib. 22.3661 (Eleusis, ii/iii A. D.); once in Trag., θεοῦ φαεσίμβροτοι αὐγαί Heracl. 750 (lyr.).