Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φάγρος
φάγυλοι
φάγων
φάγωρος
φαδάσαι
φαεθοντιάς
φαεθοντίς
φαέθω
φαεινός
φαείνω
φαεννός
φαέσασθαι
φαεσίμβροτος
φαεσφορέω
φαεσφορία
φαέσφορος
φάζαινα
φαζακηνίαις
φαζάλη
φάηκες
φαθί
View word page
φαεννός
φᾰεννός,
A). v. φαεινός.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαεννός
Headword (normalized):
φαεννός
Headword (normalized/stripped):
φαεννος
IDX:
110060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110061
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾰεννός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φαεινός.</span> </div> </div><br><br>'}