Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φαγηλός
φάγημα
φαγήσια
φάγιλος
φαγλαός
φαγολοίδορος
φάγος
φάγρος
φάγυλοι
φάγων
φάγωρος
φαδάσαι
φαεθοντιάς
φαεθοντίς
φαέθω
φαεινός
φαείνω
φαεννός
φαέσασθαι
φαεσίμβροτος
φαεσφορέω
View word page
φάγωρος
φάγωρος,
A). v. φάγρος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φάγωρος
Headword (normalized):
φάγωρος
Headword (normalized/stripped):
φαγωρος
IDX:
110053
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110054
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φάγωρος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φάγρος.</span> </div> </div><br><br>'}