Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

φάγαινα
φαγάνθρωπος
φαγᾶς
φαγέδαινα
φαγεδαινικός
φαγεδαινόομαι
φαγεδαίνωμα
φαγεῖν
φαγέσωρος
φαγεσωρῖτις
φαγηλός
φάγημα
φαγήσια
φάγιλος
φαγλαός
φαγολοίδορος
φάγος
φάγρος
φάγυλοι
φάγων
φάγωρος
View word page
φαγηλός
φαγηλός,
A). v. φάγιλος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαγηλός
Headword (normalized):
φαγηλός
Headword (normalized/stripped):
φαγηλος
IDX:
110043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110044
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαγηλός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φάγιλος.</span> </div> </div><br><br>'}