Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαβοτύπος
φάγαινα
φαγάνθρωπος
φαγᾶς
φαγέδαινα
φαγεδαινικός
φαγεδαινόομαι
φαγεδαίνωμα
φαγεῖν
φαγέσωρος
φαγεσωρῖτις
φαγηλός
φάγημα
φαγήσια
φάγιλος
φαγλαός
φαγολοίδορος
φάγος
φάγρος
φάγυλοι
φάγων
View word page
φαγεσωρῖτις
φαγεσωρῖτις
,
Com.Adesp.
1183
,
1184
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φαγεσωρῖτις
Headword (normalized):
φαγεσωρῖτις
Headword (normalized/stripped):
φαγεσωριτις
IDX:
110042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110043
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φαγεσωρῖτις</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Com.Adesp.</span> 1183 </span>,<span class="bibl"> 1184 </span>.</div><br><br>'}