Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
φαβάτινος
φαβοκτόνος
φαβόμελι
φαβοτύπος
φάγαινα
φαγάνθρωπος
φαγᾶς
φαγέδαινα
φαγεδαινικός
φαγεδαινόομαι
φαγεδαίνωμα
φαγεῖν
φαγέσωρος
φαγεσωρῖτις
φαγηλός
φάγημα
φαγήσια
φάγιλος
φαγλαός
φαγολοίδορος
φάγος
View word page
φαγεδαίνωμα
φᾰγεδαίν-ωμα
,
ατος
,
τό
,
A).
=
φαγέδαινα
1
,
Pall.
Febr.
7
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
φαγεδαίνωμα
Headword (normalized):
φαγεδαίνωμα
Headword (normalized/stripped):
φαγεδαινωμα
IDX:
110039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110040
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾰγεδαίν-ωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">φαγέδαινα</span> <span class="bibl"> 1 </span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pall.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Febr.</span> 7 </span>.</div> </div><br><br>'}