Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑωνός
Φ
φᾶ
φάανθεν
φαάντερος
φάβα1
φάβα2
φαβατάριον
φαβάτινος
φαβοκτόνος
φαβόμελι
φαβοτύπος
φάγαινα
φαγάνθρωπος
φαγᾶς
φαγέδαινα
φαγεδαινικός
φαγεδαινόομαι
φαγεδαίνωμα
φαγεῖν
φαγέσωρος
View word page
φαβόμελι
φᾰβό-μελι,
A). v. φακόμελι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
φαβόμελι
Headword (normalized):
φαβόμελι
Headword (normalized/stripped):
φαβομελι
IDX:
110031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φᾰβό-μελι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">φακόμελι.</span> </div> </div><br><br>'}