Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὕω
ὑώδης
ὑωδία
ὑών
ὑωνός
Φ
φᾶ
φάανθεν
φαάντερος
φάβα1
φάβα2
φαβατάριον
φαβάτινος
φαβοκτόνος
φαβόμελι
φαβοτύπος
φάγαινα
φαγάνθρωπος
φαγᾶς
φαγέδαινα
φαγεδαινικός
View word page
φάβα2
φάβα· μέγας φόβος, Hsch.


ShortDef

(fava) beans
[lexical cite]

Debugging

Headword:
φάβα2
Headword (normalized):
φάβα
Headword (normalized/stripped):
φαβα2
IDX:
110027
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110028
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">φάβα·</span> <span class="foreign greek">μέγας φόβος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}