Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀβλαβύνιον
ἄβλαπτος
ἄβλαροι
ἀβλαστέω
ἄβλαστος
ἀβλάστητος
ἄβλαυτος
ἀβλεμής
ἀβλεννής
ἀβλεπτέω
ἀβλεπτῆ
ἀβλέπτημα
ἄβλεπτος
ἀβλέφαρος
ἀβλεψία
ἄβληρα
ἀβλής
ἀβλήτηρες
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρής
View word page
ἀβλεπτῆ
ἀβλεπτ-ῆ·
τὸν ἀβλεπτεῦντα,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀβλεπτῆ
Headword (normalized):
ἀβλεπτῆ
Headword (normalized/stripped):
αβλεπτη
IDX:
109
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-110
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀβλεπτ-ῆ·</span> <span class="foreign greek">τὸν ἀβλεπτεῦντα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}