Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑψηλοφανής
ὑψηλοφόρος
ὑψήλοφος
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλοφρονία
ὑψηλόφρων
ὑψηλοφυής
ὑψηλόφωνος
ὑψήλωσις
ὑψήνωρ
ὑψηρεφής
ὑψηχέω
ὑψηχής
ὕψῐ
ὑψιάγυια
ὑψιαίετος
ὑψιβάμων
ὑψίβατος
ὑψιβίας
ὑψιβόας
ὑψιβρεμέτης
View word page
ὑψηρεφής
ὑψηρεφής,
A). v. ὑψερεφής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑψηρεφής
Headword (normalized):
ὑψηρεφής
Headword (normalized/stripped):
υψηρεφης
IDX:
109923
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109924
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑψηρεφής</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑψερεφής.</span> </div> </div><br><br>'}