Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑψηλοπέτης
ὑψηλοποιός
ὑψηλόπους
ὑψηλός
ὑψηλοτάπεινος
ὑψηλοταπείνωμα
ὑψηλότης
ὑψηλοτράχηλος
ὑψηλοφανής
ὑψηλοφόρος
ὑψήλοφος
ὑψηλοφρονέω
ὑψηλοφρονία
ὑψηλόφρων
ὑψηλοφυής
ὑψηλόφωνος
ὑψήλωσις
ὑψήνωρ
ὑψηρεφής
ὑψηχέω
ὑψηχής
View word page
ὑψήλοφος
ὑψήλοφος, ον,
A). v. ὑψίλοφος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑψήλοφος
Headword (normalized):
ὑψήλοφος
Headword (normalized/stripped):
υψηλοφος
IDX:
109915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109916
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑψήλοφος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑψίλοφος.</span> </div> </div><br><br>'}