Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑφαντάριος
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὑφάντρια
ὕφαντρον
ὑφαντών
ὑφάπαλος
ὑφαπλόω
ὑφάπλωσις
ὑφάπτω
ὑφαρμόζω
ὑφαρπάζω
ὑφαρπάμενος
ὑφάρπασις
ὑφασία
ὕφασμα
ὑφασμάτιον
View word page
ὑφάπαλος
ὑφάπᾰλος
[ᾰπ]
,
ον
,
A).
gloss on
ὑπολάπαρος
(vv. ll.
ὑπελάπαρος, ὑπεράπαλος
), Erot.
p.63N.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑφάπαλος
Headword (normalized):
ὑφάπαλος
Headword (normalized/stripped):
υφαπαλος
IDX:
109795
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109796
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑφάπᾰλος</span> <span class="pron greek">[ᾰπ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ὑπολάπαρος</span> (vv. ll. <span class="foreign greek">ὑπελάπαρος, ὑπεράπαλος</span>), Erot.<span class="bibl"> p.63N. </span> </div> </div><br><br>'}