Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὕφαλμος
ὑφαλμυρίζω
ὑφάλμυρος
ὕφαλος
ὑφαλυκός
ὑφαλώδης
ὕφαμμα
ὕφαμμος
ὑφανάω
ὕφανσις
ὑφαντάριος
ὑφαντεῖον
ὑφάντης
ὑφαντικός
ὑφαντοδόνητος
ὑφαντοποιέομαι
ὑφαντός
ὑφάντρια
ὕφαντρον
ὑφαντών
ὑφάπαλος
View word page
ὑφαντάριος
ὑφαν-τάριος
,
ὁ
,
A).
=
ὑφάντης
,
MAMA
3.516
(Corycus).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑφαντάριος
Headword (normalized):
ὑφαντάριος
Headword (normalized/stripped):
υφανταριος
IDX:
109785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109786
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑφαν-τάριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑφάντης</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">MAMA</span> 3.516 </span> (Corycus).</div> </div><br><br>'}