Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑστερολόγος
ὑστερόμαντις
ὑστερομηνία
ὑστερόμυθος
ὕστερον
ὑστεροπάθεια
ὑστεροπερίοδος
ὑστερόποινος
ὑστερόποτμος
ὑστερόπους
ὑστερόπρωτος
ὕστερος
ὑστεροφανής
ὑστεροφημία
ὑστεροφθόρος
ὑστερόφωνος
ὑστεροχρονία
ὑστερόχρονος
ὑστήρια
ὑστιακόν
ὕστριξ
View word page
ὑστερόπρωτος
ὑστερό-πρωτος, ον, = Lat.
A). praeposterus, Gloss.


ShortDef

praeposterus

Debugging

Headword:
ὑστερόπρωτος
Headword (normalized):
ὑστερόπρωτος
Headword (normalized/stripped):
υστεροπρωτος
IDX:
109746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109747
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑστερό-πρωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = Lat. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">praeposterus,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}