Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑστεροβουλία
ὑστερογενής
ὑστερογονία
ὑστερόληπτος
ὑστερολογία
ὑστερολόγος
ὑστερόμαντις
ὑστερομηνία
ὑστερόμυθος
ὕστερον
ὑστεροπάθεια
ὑστεροπερίοδος
ὑστερόποινος
ὑστερόποτμος
ὑστερόπους
ὑστερόπρωτος
ὕστερος
ὑστεροφανής
ὑστεροφημία
ὑστεροφθόρος
ὑστερόφωνος
View word page
ὑστεροπάθεια
ὑστερο-πάθεια
[πᾰ]
,
ἡ
,
A).
secondary affection,
Gal.
8.31
.
ShortDef
secondary affection
Debugging
Headword:
ὑστεροπάθεια
Headword (normalized):
ὑστεροπάθεια
Headword (normalized/stripped):
υστεροπαθεια
IDX:
109741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109742
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑστερο-πάθεια</span> <span class="pron greek">[πᾰ]</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">secondary affection,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.31 </span>.</div> </div><br><br>'}