Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερησμός
ὑστερητικὸς
ὑστερίζω
ὑστερικός
ὑστέριος
ὑστεροβουλία
ὑστερογενής
ὑστερογονία
ὑστερόληπτος
ὑστερολογία
ὑστερολόγος
ὑστερόμαντις
ὑστερομηνία
ὑστερόμυθος
ὕστερον
ὑστεροπάθεια
ὑστεροπερίοδος
ὑστερόποινος
ὑστερόποτμος
View word page
ὑστερόληπτος
ὑστερό-ληπτος, ον,
A). gloss on παλινάγρετος , Phot.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑστερόληπτος
Headword (normalized):
ὑστερόληπτος
Headword (normalized/stripped):
υστεροληπτος
IDX:
109734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109735
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑστερό-ληπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">παλινάγρετος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> </div> </div><br><br>'}