Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑστερέω
ὑστέρημα
ὑστέρησις
ὑστερησμός
ὑστερητικὸς
ὑστερίζω
ὑστερικός
ὑστέριος
ὑστεροβουλία
ὑστερογενής
ὑστερογονία
ὑστερόληπτος
ὑστερολογία
ὑστερολόγος
ὑστερόμαντις
ὑστερομηνία
ὑστερόμυθος
ὕστερον
ὑστεροπάθεια
ὑστεροπερίοδος
ὑστερόποινος
View word page
ὑστερογονία
ὑστερο-γονία, ,
A). posterity, Gloss.


ShortDef

posterity

Debugging

Headword:
ὑστερογονία
Headword (normalized):
ὑστερογονία
Headword (normalized/stripped):
υστερογονια
IDX:
109733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109734
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑστερο-γονία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">posterity,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}