Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνώξω
ἀνώπιον
ἀνώπιστος
ἀνωρέας
ἀνωρία
ἄνωρος
ἀνώροφος
ἀνωρύομαι
ἀνῷσαι
ἀνωστικῶς
ἀνωστόν
ἀνώτατος
ἀνωτερικός
ἀνώτερος
ἀνωτέρωθεν
ἀνωτικός
ἀνωφάλακρος
ἀνωφέλεια
ἀνωφελής
ἀνωφέλητος
ἀνωφέλιμος
View word page
ἀνωστόν
ἀνωστόν· ἔγκλητον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνωστόν
Headword (normalized):
ἀνωστόν
Headword (normalized/stripped):
ανωστον
IDX:
10971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10972
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνωστόν·</span> <span class="foreign greek">ἔγκλητον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}