Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑσγινοειδής
ὑσγινόεις
ὕσγινον
ὑσγινόσημος
ὔσδος
ὕσθην
ὑσθλός
Ὕσιρις
ὗσις
ὕσκας
ὑσκίνιοι
ὕσκλος
ὑσκλωτός
ὑσκυθά
ὕσμα
ὑσμῆθες
ὑσμίνη
ὑσόβρυον
ὑσπέλεθος
ὗσπερ
ὑσπλαγίς
View word page
ὑσκίνιοι
ὑσκίνιοι·
ὑσκάνιοι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑσκίνιοι
Headword (normalized):
ὑσκίνιοι
Headword (normalized/stripped):
υσκινιοι
IDX:
109693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109694
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑσκίνιοι·</span> <span class="foreign greek">ὑσκάνιοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}