Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑσαλιβάτης
ὕσγη
ὑσγίνη
ὑσγινοβαφής
ὑσγινοειδής
ὑσγινόεις
ὕσγινον
ὑσγινόσημος
ὔσδος
ὕσθην
ὑσθλός
Ὕσιρις
ὗσις
ὕσκας
ὑσκίνιοι
ὕσκλος
ὑσκλωτός
ὑσκυθά
ὕσμα
ὑσμῆθες
ὑσμίνη
View word page
ὑσθλός
ὑσθλός· σαλός, φλύαρος, Hsch. (cf. ὕθλος).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑσθλός
Headword (normalized):
ὑσθλός
Headword (normalized/stripped):
υσθλος
IDX:
109689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109690
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑσθλός·</span> <span class="foreign greek">σαλός, φλύαρος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (cf. <span class="foreign greek">ὕθλος</span>).</div><br><br>'}