Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑριχός
ὑρμίνη
ὑρραπλεα
ὕρραχα
ὑρρώφθαι
ὑρτήρ
ὔρχη
ὕς
ὗς
ὗς
ὑσαλιβάτης
ὕσγη
ὑσγίνη
ὑσγινοβαφής
ὑσγινοειδής
ὑσγινόεις
ὕσγινον
ὑσγινόσημος
ὔσδος
ὕσθην
ὑσθλός
View word page
ὑσαλιβάτης
ὑσαλιβάτης·
A).
ὃ Σκύθαι ἀλίμματι χρῶνται στέατι μοσχείῳ καὶ αἰγείῳ
Theognost.
Can.
24
: cf.
ὗς· ἀλείφαβοῦς· οἱ γὰρ Σκύθαι ἀλείματι χρῶνται ὑείῳ καὶ μοσχίῳ στέατι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑσαλιβάτης
Headword (normalized):
ὑσαλιβάτης
Headword (normalized/stripped):
υσαλιβατης
IDX:
109679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109680
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑσαλιβάτης·</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ὃ Σκύθαι ἀλίμματι χρῶνται στέατι μοσχείῳ καὶ αἰγείῳ</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theognost.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Can.</span> 24 </span> : cf. <span class="foreign greek">ὗς· ἀλείφαβοῦς· οἱ γὰρ Σκύθαι ἀλείματι χρῶνται ὑείῳ καὶ μοσχίῳ στέατι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}