Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπώροφος
ὑπωρυφία
ὑπωρυχία
ὑπώστη
ὕπωχρος
ὕραξ1
ὑράξ2
ὑργαί
ὑργάλαι
ὑρειγαλέον
ὑριατόμος
ὕριγγα
ὑρίσιδα
ὑριχός
ὑρμίνη
ὑρραπλεα
ὕρραχα
ὑρρώφθαι
ὑρτήρ
ὔρχη
ὕς
View word page
ὑριατόμος
ὑριατόμος· ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν, Id.; cf. ὕρον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑριατόμος
Headword (normalized):
ὑριατόμος
Headword (normalized/stripped):
υριατομος
IDX:
109666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109667
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑριατόμος·</span> <span class="foreign greek">ὁ τὰ κηρία τέμνων τῶν μελισσῶν,</span> Id.; cf. <span class="foreign greek">ὕρον.</span> </div><br><br>'}