Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπωρόφιος
ὑπώροφος
ὑπωρυφία
ὑπωρυχία
ὑπώστη
ὕπωχρος
ὕραξ1
ὑράξ2
ὑργαί
ὑργάλαι
ὑρειγαλέον
ὑριατόμος
ὕριγγα
ὑρίσιδα
ὑριχός
ὑρμίνη
ὑρραπλεα
ὕρραχα
ὑρρώφθαι
ὑρτήρ
ὔρχη
View word page
ὑρειγαλέον
ὑρειγαλέον· διερρωγός, Id. (leg. vρηγ- or [ Boeot.] vρειγ-).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑρειγαλέον
Headword (normalized):
ὑρειγαλέον
Headword (normalized/stripped):
υρειγαλεον
IDX:
109665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-109666
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑρειγαλέον·</span> <span class="foreign greek">διερρωγός,</span> Id. (leg. <span class="foreign greek">vρηγ-</span> or [ Boeot.] <span class="foreign greek">vρειγ-</span>).</div><br><br>'}